- ἐπικατάρατε
- ἐπικατάρᾱτε , ἐπικατάρατοςaccursedmasc/fem voc sgἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρωswoopaor imperat act 2nd plἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρωswoopaor ind act 2nd pl (doric aeolic)ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρωswoopaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.